- ήδυμος
- ἥδυμος, δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) [ηδύς](ποιητ. τ. τού ηδύς) (συν. επίθ. τού ύπνου) γλυκός, ευχάριστος (α. «ἥδυμος ὕπνος» β. «ἥδυμος οἶνος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἥδυμος — sweet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥδυμον — ἥδυμος sweet masc/fem acc sg ἥδυμος sweet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυμώτερος — ἥδυμος sweet masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύμων — ἥδυμος sweet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήδυμος — η, ο (ΑΜ νήδυμος, ον) 1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος 2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο») μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα α)… … Dictionary of Greek
γλυκυμή — γλυκυμή, η (Α) η γλυκόριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλυκυμή πιθ. < *γλύκυμος < γλυκύς (πρβλ. ήδυμος ηδύς)] … Dictionary of Greek
ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον … Dictionary of Greek
νηπεδανός — νηπεδανός, ή, όν (Α) ηπεδανός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἡπεδανός (πρβλ. νήδυμος: ήδυμος)] … Dictionary of Greek
su̯ād- — su̯ād English meaning: sweet Deutsche Übersetzung: ‘sũß; an etwas Geschmack, Freude finden” Material: 1. su̯üdu s ‘sweet”: O.Ind. svüdu , f. svüdvī ‘sweet, mellifluous”; Gk. ἡδύς, f. εῖα (* εFια), ύ, Dor. ἁδύς ‘sweet”; with… … Proto-Indo-European etymological dictionary